θωμαΐστές

θωμαΐστές
Μέλη των αρχαίων χριστιανικών Εκκλησιών των νοτίων Ινδιών, για τις οποίες απόκρυφη χριστιανική παράδοση αναφέρει ότι ιδρύθηκαν στο Μαλαμπάρ και στη Μιχαπούρη από τον Απόστολο Θωμά, που κήρυξε εκεί τον χριστιανισμό. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, χριστιανοί υπήρχαν στην Περσία, στην Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα), στο Μαλαμπάρ και στην Καλιάνα ήδη πριν από το 550. Το 1490, αποστολή θ. στον νεστοριανό πατριάρχη Συμεών, κατόρθωσε να εξασφαλίσει από αυτόν την αποστολή επισκόπων στη χώρα τους. Η εξάρτηση από τη νεστοριανή Εκκλησία διατηρήθηκε σε όλα τα χρόνια μέχρι την άφιξη των Πορτογάλων στις Ινδίες (1502), τους οποίους υποδέχθηκαν με ευχαρίστηση ως ομόθρησκους. Αργότερα, έπειτα από πολλές διαμάχες με αυτούς, οι θ. δέχθηκαν να ενωθούν τυπικά με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (σύνοδος του Ντιάμπερ, 1599), διατήρησαν όμως ως εκκλησιαστική γλώσσα τη συριακή, ενώ τα λειτουργικά βιβλία τους διορθώθηκαν σε μεγάλη έκταση από τα λάθη. Το 1653 αποσχίσθηκαν οριστικά από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και πείστηκαν από τον επίσκοπο Γρηγόριο να οργανωθούν υπό την αρχηγία του ιακωβίτη πατριάρχη Αντιοχείας, ενώ ελάχιστοι (περίπου 400) έμειναν πιστοί στην ένωση. Οι χριστιανοί των Ινδιών απαλλάχθηκαν από κάθε περαιτέρω πορτογαλική πίεση, μετά την κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της χώρας από τους Ολλανδούς και αργότερα από τους Άγγλους. Οι θ. διατηρούν αρχαία χριστιανικά έθιμα (όπως τις αγάπες) και συνδέονται φιλικά με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Οι Εκκλησίες των Ινδιών αποτελούν προφανώς δημιούργημα της νεστοριανής ιεραποστολής όπως και αυτές στο Τουρκεστάν και στην Κίνα. Οι θ. είναι γνωστοί και ως χριστιανοί του αγίου Θωμά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θωμαϊστής — ὁ (Μ θωμαϊστής) στον πληθ. οι θωμαϊστές τα μέλη των χριστιανικών εκκλησιών τής νότιας Ινδίας, τις οποίες ίδρυσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο απόστολος Θωμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς κατά τα σοσιαλ ιστής, σοφ ιστής] …   Dictionary of Greek

  • χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”